περονιάζω

περονιάζω
μετ.
1) протыкать, прокалывать вилкой; 2) пронизывать (о холоде, ветре)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περονιάζω" в других словарях:

  • περονιάζω — περονιάζω, περόνιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: περονιάζω : σπάνια η παθητική φωνή (περονιάζομαι, βλ. πίν. 36 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περονιάζω — Ν [περόνη] 1. τρυπάω, καρφώνω έδεσμα με το πιρούνι 2. (για κρύο ή υγρασία) διαπερνώ («μέ περόνιασε το κρύο απόψε») 3. θίγω βαθύτατα κάποιον, τόν κάνω να λυπηθεί πολύ («τα λόγια μου τόν περονιάζουν») …   Dictionary of Greek

  • περονιάζω — περόνιασα, περονιάστηκα, περονιασμένος 1. διατρυπώ κάτι με το πιρούνι. 2. μτφ., διαπερνώ, διαποτίζω, προσβάλλω σε βάθος: Μας περόνιασε η υγρασία να περιμένουμε στο δρόμο τόση ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περόνιασμα — το, Ν [περονιάζω] 1. η διατρύπηση με πιρούνι 2. το έντονο αίσθημα κρύου ή υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • πιρουνιάζω — Ν [πιρούνι] περονιάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»